ψιμυθία

ψιμυθία
η, Ν [ψίμυθος]
λεπτή λευκή γραμμή σε βυζαντινή εικόνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταφαρμακεύω — (AM) μσν. αρχ. δηλητηριάζω αρχ. 1. δίνω ορισμένες δόσεις φαρμάκων 2. αλείφω με φάρμακα ή με ψιμύθια 3. γοητεύω, μαγεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαρμακεύω «συστήνω φάρμακο, δηλητηριάζω, μαγεύω»] …   Dictionary of Greek

  • μακιγιάρω — 1. βάζω στο πρόσωπο ψιμύθια, καλλυντικά, με σκοπό τον εξωραϊσμό, ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω 2. αλλάζω τη φυσιογνωμία ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων ουσιών, ώστε να μοιάζει με το πρόσωπο το οποίο υποδύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • Οβίδιος — (Ovidius Naso, Σουλμόνα 43 π.Χ. – Τόμοι, Μαύρη θάλασσα 17 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Από πολύ νέος είχε εκπληκτική ευκολία στη στιχουργία, την οποία εκτίμησαν πολύ στη Ρώμη οι μεγαλύτεροι ποιητές της εποχής, που ήταν φίλοι του. Την κοσμική ζωή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”